- προσπέρδομαι
- Α(αποθ.)1. πέρδομαι προς το πρόσωπο κάποιου («προσπαρδεῑν γ' εἰς τὸ στόμα τῷ θαλάμακι», Αριστοφ.)2. εκδηλώνω υβριστικά την περιφρόνησή μου για κάποιον σαν να πέρδομαι προς το πρόσωπό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + πέρδομαι «αφήνω πορδή»].
Dictionary of Greek. 2013.